- ἐντεταμένον
- ἐντείνωstretchperf part mp masc acc sgἐντείνωstretchperf part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προδείκνυμι — και προδεικνύω Α 1. δείχνω κάτι ως παράδειγμα («τὸν ζωστῆρα προδείξαντα» αφού έδειξε τη χρήση τού ζωστήρα, Ηρόδ.) 2. δείχνω εκ τών προτέρων τί πρόκειται να συμβεί 3. εξηγώ κάτι πρώτος («ὅταν προδείξης οἷον ἐστι τὸ φθονεῑν», Σοφ.) 4. καθιστώ εκ… … Dictionary of Greek